- μιξοβάρβαρος
- και μειξοβάρβαρος, -η, -ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, -ον, Α και μειξοβάρβαρος, -ον)μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληναςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη(για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούςμσν.1. αυτός που ανήκει σε έθνος το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα2. αυτός που χρησιμοποιεί γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + βάρβαρος].
Dictionary of Greek. 2013.